ιώβειος

ιώβειος
-α, -ο
αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του Ιώβ, κυρίως την υπομονή του: Τον διακρίνει ιώβεια υπομονή (πολύ μεγάλη).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιώβειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιώβ 2. φρ. «ιώβειος υπομονή» υπομονή ανεξάντλητη, όμοια με εκείνη που έδειξε ο Ιώβ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰώβ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Άγγελο Βλάχο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”